-
1 οδοποιία
η дорожное строительство -
2 οδοποιία
[одопииа] οοσ. Θ. дорожное строительство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδοποιία
-
3 οδοποιία
[одопииа] ουσ θ дорожное строительство.
1 οδοποιία
2 οδοποιία
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδοποιία
3 οδοποιία